ξηρονομικός

ξηρονομικός
ξηρο-νομικός, ή, όν,
A feeding on dry land, f.l. in Ath.3.99b (misquoting Pl.Plt.264d).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξηρονομικός — ξηρονομικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει την ιδιότητα να βόσκει, να τρέφεται στην ξηρά, χερσαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + νομικός (< νόμος < νέμω «βόσκω»)] …   Dictionary of Greek

  • ξηρονομικόν — ξηρονομικός feeding on dry land masc acc sg ξηρονομικός feeding on dry land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”